- αμπατζήδικο
- το лавка, где продаётся одежда из абы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπατζήδικο — το 1. εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ύφασμα αμπάς* ή και το κατάστημα που πουλάει τέτοια υφάσματα 2. κατάστημα υφασμάτων και ενδυμάτων για χωρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. από το επίθ. *αμπατζήδικος < αμπατζής] … Dictionary of Greek
αμπατζής — ο κατασκευαστής ή πωλητής ενδυμάτων από αμπά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. abaci. ΠΑΡ. αμπατζήδικο, αμπατζήτικος] … Dictionary of Greek